- περιφερῶς
- περιφερήςrevolvingadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιφερής — και περφερής, ές, ΝΑ (για επιφάνεια ή γραμμή) κυκλικός, κυκλοτερής, καμπύλος αρχ. 1. αυτός που κινείται κυκλικά 2. (για σώματα) σφαιρικός 3. (για ύφος τού λόγου) περίτεχνος, περίκομψος 4. ασταθής, μη σταθερός, κυμαινόμενος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek